Είμαστε ακόμη δυόμιση μήνες πριν από την τριακοστή επέτειο του θανάτου του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ (11.6.84) και στην ιταλική (κέντρο)-αριστερά καθένας άρχισε να το εορτάζει με τον τρόπο του.
Στην κέντρο-κέντρο-αριστερά, ο πρώην πρωθυπουργός Ενρίκο Λέτα συζητιέται για καινούργιος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ. Στη δεξιό-κέντρο-αριστερά, ο νυν πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι προτείνει να γίνει στο φέουδό του, τη Φλωρεντία, η επόμενη σύνοδος των G7, δηλαδή των πρώην G8 οικονομικά ισχυρών, όπου ο όγδοος, η Ρωσία, πήρε αποβολή λόγω κακής διαγωγής.
Πάντως, ο παλιός συνεργάτης του Μπερλινγκουέρ, Βάλτερ Βελτρόνι, με την ιδιότητα του σκηνοθέτη αυτή τη φορά, παρουσίασε πριν λίγες μέρες την ταινία του «Οταν υπήρχε ο Μπερλινγκουέρ» («Quando c’era Berlinguer»), νοσταλγική ως προς τη χαρισματική προσωπικότητα του γραμματέα του Ιταλικού ΚΚ, αλλά, κατά τον ίδιο τον Βελτρόνι, καθόλου νοσταλγική ως προς την περίοδο εκείνη της Ιταλίας των φασιστικών οργανώσεων, των Ερυθρών Ταξιαρχιών και, κυρίως, της Μαφίας και του κράτους της διαφθοράς.
Επί γραμματείας Μπερλινγκουέρ στο ΚΚ, ο Βελτρόνι, ως διευθυντής της «Ουνιτά», ήταν αυτός που μετέτρεψε το στεγνό και αποστεωμένο κομματικό όργανο σε μια εφημερίδα άποψης και, το πιο βασικό, κουλτούρας.
Αργότερα ο Βελτρόνι θα γινόταν επιτυχημένος δήμαρχος της Ρώμης και αποτυχημένος πρόεδρος του Δημοκρατικού Κόμματος, της κεντροαριστερής μετεξέλιξης του ΚΚ.
Ενδεικτικές του σημερινού κλίματος στην Ιταλία είναι μέσα στην ταινία οι ερωτήσεις προς νέους Ιταλούς και Ιταλίδες, τι ξέρουν για τον Μπερλινγκουέρ. Οι απαντήσεις κυμαίνονται από «Είναι κομισάριος στις Βρυξέλες» μέχρι «Είναι Γάλλος»! Το όνομα Μπερλινγκουέρ δεν ακούγεται όντως καθόλου ιταλικό, γιατί η οικογένειά του καταγόταν από Καταλανούς ευγενείς της Σαρδηνίας, από την εποχή που το νησί αποτελούσε κτήση του Βασιλείου της Αραγόνας.
Το μεγάλο κατόρθωμα του Μπερλινγκουέρ ήταν ότι κατόρθωσε να πλοηγήσει το κόμμα μέσα από τις συμπληγάδες, αφενός των αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών, που κάπου μετά το 1970 επιφύλασσαν για την Ιταλία την ίδια τύχη με την Ελλάδα, αφετέρου της σοβιετικής απολίθωσης επί Μπρέζνιεφ. Στο απίθανο εκείνο Πολιτικό Γραφείο, το Πολιτμπιρό του σοβιετικού ΚΚ, υπήρχαν μεταξύ των άλλων δύο δεινόσαυροι, ο Μιχαήλ Σουσλόφ και ο Μπόρις Πονομαριόφ, που η δουλειά τους ήταν με ένα υποδεκάμετρο στο χέρι να μετρούν παρεκκλίσεις των «αδελφών» κομμουνιστικών κομμάτων, Ανατολής τε και Δύσης.
Το Ιταλικό ΚΚ απαιτούσε ισοτιμία διεθνώς, αρνιόταν να καταδικάσει τους «αιρετικούς» της Κίνας, αντίθετα είχε το 1968 (ο Μπερλινγκουέρ ανέλαβε το 1972) καταδικάσει την σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία και φυσικά το 1981 καταδίκασε την αντίστοιχη στην Πολωνία. Τα ποσοστά του Ιταλικού ΚΚ, σταθερά πάνω από 30%, καθώς και το φωτισμένο πνεύμα που διέκρινε λόγους και έργα, το έκαναν ιδιαίτερα ελκυστικό ανά τη Ευρώπη.
Ετσι κάποια στιγμή το 1977 θα συνέκλινε ο δρόμος του με το αντίστοιχο ισπανικό, με γραμματέα τον Σαντιάγο Καρίγιο, στη χώρα που προσπαθούσε να αποτινάξει τον φρανκισμό. Η έκπληξη ήταν ότι στο ρεύμα αυτό, που ονομάστηκε από τον Τύπο «ευρωκομμουνισμός» προστέθηκε, για καθαρά καιροσκοπικούς λόγους, και το Γαλλικό ΚΚ, που όλοι το ήξεραν ως απόλυτα αρτηριοσκληρωτικό. Με γραμματέα τον Ζορζ Μαρσέ βρισκόταν πριν από κάθε εκλογές υπόλογο, γιατί ο τελευταίος είχε στη δεκαετία του ’30 πάει ως εθελοντής εργάτης στη χιτλερική Γερμανία.
Σε μια κοινωνία αντικομμουνιστική σαν τη γαλλική, αυτό είχε πάντα μεγάλο αντίκτυπο και έφερνε σε δεινή θέση το Γαλλικό ΚΚ, επειδή η δικαιολογία ήταν ακόμη χειρότερη: Απαντούσαν ότι είχε πάει ως απεσταλμένος της Γ’ Διεθνούς, που σήμαινε ως άνθρωπος των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών.
Οσο για την ελληνική ανανεωτική αριστερά της μεταπολίτευσης, η προσέγγιση με το κόμμα του Μπερλινγκουέρ ήταν εξαιρετική εμπειρία, ώστε να αξίζει τον κόπο κάποια στιγμή να επανέλθουμε.